τελεσσιγάμου

τελεσσιγάμου
τελεσσίγαμος
perfecting
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τελεσσίγαμος — και μτγν επικ. τ. τελεσίγαμος, ον, ΜΑ (επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῡς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γάμος (πρβλ. νυκτί γαμος), με διπλασιασμό τού σ για διευθέτηση μετρικών αναγκών] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”